Το Άρθρο 14 προϋποθέτει ότι «Η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται στην παρούσα Σύμβαση διασφαλίζεται χωρίς διακρίσεις για λόγους όπως το φύλο, η φυλή, το χρώμα, η γλώσσα, η θρησκεία, οι πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, η εθνική ή κοινωνική καταγωγή, η σχέση με εθνικές μειονότητες, η περιουσιακή κατάσταση, τα στοιχεία γέννησης ή άλλα».
Το Άρθρο 14 δεν παρέχει ένα αυτοτελές δικαίωμα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο σε συνδυασμό με ένα άλλο δικαίωμα που παρέχεται από τη Σύμβαση (ή τα Πρωτόκολλα αυτής, εφόσον επικυρωθούν). Μπορεί ωστόσο να παραβιάζεται όταν διαβάζεται και ισχύει μαζί με το άλλο δικαίωμα, ακόμη και αν το άλλο δικαίωμα από μόνον του δεν παραβιάζεται. ΠΡΟΣΟΧΗ: Το Πρωτόκολλο υπ’ αριθμ. 12 παρέχει ένα αυτοτελές δικαίωμα με τους ίδιους όρους όπως το Άρθρο 14, το οποίο θα έπρεπε να του επιτρέπει να έχει ευρύτερη ισχύ, αλλά δεν έχει επικυρωθεί ακόμη από πολλά Κράτη (δείτε παρακάτω).
Ενδεικτικός πίνακας λόγων διακρίσεων: Οι λέξεις «όπως» και «ή άλλα στοιχεία / άλλη ιδιότητα-κατάσταση» φανερώνουν ότι ο πίνακας αυτός είναι απλά ενδεικτικός. Το Δικαστήριο αναγνώρισε επίσης για παράδειγμα τη συνειδητή αντίρρηση, αναπηρία, παρανομία και σεξουαλική προτίμηση ως απαγορευμένους λόγους διακρίσεων και μπορεί να προσθέσει κι άλλους.
Είναι δυσκολότερο να δικαιολογηθούν κάποιες διακρίσεις με ορισμένους λόγους από ότι με άλλους: παρότι οι λόγοι είναι σημαντικοί, το Δικαστήριο είπε ότι θα απαιτεί ιδιαίτερα σοβαρούς λόγους προκειμένου να δικαιολογήσει διακρίσεις λόγω φύλου, σεξουαλικής προτίμησης, φυλής, χρώματος, ιθαγένειας (εκτός από περιστάσεις που αφορούν μετανάστευση), παρανομίας και θρησκείας.
Τι είναι διάκριση; Είναι η μεταχείριση ανθρώπων σε ανάλογες καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο ή η μεταχείριση ανθρώπων σε διαφορετικές καταστάσεις με τον ίδιο τρόπο, χωρίς αντικειμενική ή εύλογη δικαιολογία. Επομένως, δεν αποτελούν διάκριση όλοι οι διαφοροποιημένοι τρόποι μεταχείρισης. Ένας φυλακισμένος και ένα ελεύθερο πρόσωπο για παράδειγμα, δεν βρίσκονται σε ανάλογες καταστάσεις, επομένως, μπορεί να δικαιολογηθεί η διαφορετική αντιμετώπισή τους. Προκειμένου να παρουσιαστούν σαφώς οι δύο βασικές καταστάσεις, στην περίπτωση όπου δεν επιτράπηκε σε μια λεσβία να υιοθετήσει παιδί αποκλειστικά και μόνον λόγω των σεξουαλικών της προτιμήσεων, ενώ κάτι τέτοιο επιτράπηκε σε άλλα πρόσωπα που ήταν έγγαμα, υπήρξε παραβίαση (άνθρωποι σε ανάλογες καταστάσεις αντιμετωπίστηκαν με διαφορετικό τρόπο) (EB v. France). 112. Αντίστροφα, στην περίπτωση όπου δεν έγινε δεκτό το αίτημα ενός μάρτυρα του Ιεχωβά ο οποίος είχε καταδικαστεί επειδή αρνήθηκε να φορέσει στολή, να ασκεί το επάγγελμα του λογιστή λόγω προηγούμενης καταδίκης, υπήρξε επίσης παραβίαση, επειδή το πρόσωπο αυτό, με μια λιγότερο σημαντική καταδίκη, αντιμετωπίστηκε με τον ίδιο τρόπο όπως πρόσωπα σε πολύ διαφορετικές καταστάσεις, με καταδίκες για ανεντιμότητα και απάτη (Thlimmenos v. Greece).
«Αντικειμενική και εύλογη αιτιολογία»: Το Δικαστήριο με τη νομολογία του έχει εισαγάγει τον όρο αυτό παρόμοια με τις επιτρεπόμενες εξαιρέσεις στις δεύτερες παραγράφους των Άρθρων 8-11, δηλαδή: η ευθύνη για την απόδειξη της αιτιολογίας, η οποία πρέπει επίσης να ισχύει αναλογικά, βαρύνει το Κράτος (δείτε παρ. 73-75 παραπάνω).
Βία που υποκινείται από διακρίσεις. Είναι ιδιαίτερα σοβαρό και σημαντικό να την αποφεύγουν οι φορείς του Κράτους που έχουν εξουσιοδοτηθεί να χρησιμοποιούν βία (όπως για παράδειγμα αστυνομία ή ένοπλες δυνάμεις). Σε μια υπόθεση επίθεσης από αστυνομικούς σε έναν Ρομά κατά τη διάρκεια ρατσιστικών αντιπαραθέσεων σε ένα χωριό, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση επειδή δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι η επίθεση υποκινήθηκε από ρατσιστικούς λόγους (Stoica v. Romania). 114. Σε μια άλλη υπόθεση όπου δύο νεοσύλλεκτοι Ρομά πυροβολήθηκαν από αστυνομικούς, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 12, επειδή δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτό συνέβη για ρατσιστικούς λόγους, ωστόσο, υπήρξε παραβίαση της δικονομικής υποχρέωσης του κράτους να ερευνήσει καταλλήλως τις υποθέσεις στις οποίες η βία που χρησιμοποιήθηκε από τους φορείς του ενδέχεται να είχε ως κίνητρο τις διακρίσεις (Nachova v. Bulgaria). 114. Η ανοχή του Κράτους στην υποκινούμενη από διακρίσεις βία, η οποία ασκείται από ιδιώτες μπορεί επίσης να αποτελεί παραβίαση, όπως στην περίπτωση όπου μια θρησκευτική ομάδα δέχθηκε άγρια επίθεση κατά τη διάρκεια μιας συνάθροισής της από οπαδούς μιας άλλης (θρησκευτικής ομάδας) και οι αρχές αρνήθηκαν να παρέμβουν για να σταματήσουν την επίθεση και αδιαφόρησαν αναφορικά με την δίωξη των δραστών (97 members of the Gldani Congregation of Jehovah's Witnesses and 4 others v. Georgia).
Έμμεσες διακρίσεις. Αναφέρεται στην περίπτωση όπου ένας γενικότερα ισχύων νόμος ή μια γενικότερα ισχύουσα πολιτική έχει δυσανάλογα δυσμενείς επιπτώσεις για τα μέλη μιας συγκεκριμένης ομάδας, ακόμη και αν δεν υπάρχει πρόθεση να γίνουν διακρίσεις. Επομένως, διαπιστώθηκε παραβίαση στην περίπτωση όπου ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός παιδιών μιας συγκεκριμένης εθνικής ομάδα στάλθηκαν σε ειδικά σχολεία για λιγότερο ικανά άτομα, παρόλο που η πολιτική έπρεπε να έχει γενική ισχύ. Το πρόβλημα ήταν ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε η εν λόγω πολιτική (D.H. and Others v. the Czech Republic).
Διακρίσεις για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρθηκαν στο Άρθρο 14 ή από το Δικαστήριο δύναται να προκύψουν σχεδόν σε κάθε περίσταση κατά την οποία αξιωματούχοι έρχονται αντιμέτωποι με κοινό αναφορικά με ζητήματα που άπτονται των δικαιωμάτων και ελευθεριών της Σύμβασης. Ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα απαιτείται να επιδείξουν όλοι οι αξιωματούχοι προκειμένου να απέχουν από κάθε είδους διαφοροποιημένη μεταχείριση που συνεπάγεται διάκριση.
Πρωτοκολλο υπ΄αριθμ. 12
Το Πρωτόκολλο αυτό επαναλαμβάνει την απαγόρευση διακρίσεων στην ίδια γλώσσα με εκείνη της Σύμβασης, Άρθρο 14, αλλά με την ειδοποιό διαφορά ότι το καθιστά ένα αυτόνομο δικαίωμα που δεν εξαρτάται από οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα με βάση τη Σύμβαση. Έως τώρα, σχετικά λίγα Κράτη είναι συμβαλλόμενα κράτη και υπάρχει πολύ λίγη νομολογία με έκδοση αποφάσεων, επομένως είναι δύσκολο να δοθούν οδηγίες για τις πιθανές επιπτώσεις του