Στο Άρθρο 3 αναφέρεται απλά ότι «Κανένα πρόσωπο δεν επιτρέπεται να υποβάλλεται σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία».

Πρόκειται για απόλυτο δικαίωμα. Δεν συνηθίζεται να υπάρχουν μεταξύ των διατάξεων της Σύμβασης επιτρεπτές εξαιρέσεις ή καταστάσεις, ούτε έχει υπονοηθεί κάτι σχετικά με αυτές από το δικαστήριο. Αυτό σημαίνει ότι ούτε το δημόσιο συμφέρον ούτε τα δικαιώματα άλλων ούτε οι πράξεις του θύματος, όσο επικίνδυνες ή εγκληματικές και αν είναι, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν αυτού του είδους την μεταχείριση που απαγορεύεται με βάση τις διατάξεις του Άρθρου.

Γίνεται επίκληση του Άρθρου 3 σε πολλές διαφορετικές περιπτώσεις, αλλά το; πιο συνηθισμένο πλαίσιο στο οποίο προκύπτει είναι η μεταχείριση προσώπων, τα οποία έχουν στερηθεί την ελευθερία τους. Ως εκ τούτου, αστυνομικοί και λοιποί αρμόδιοι για τους κρατούμενους (σωφρονιστικοί υπάλληλοι, αξιωματούχοι αρμόδιοι για θέματα μετανάστευσης και πρόσωπα που εργάζονται σε κέντρα κράτησης και ασφαλείς ψυχιατρικές μονάδες) οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί προκειμένου να αποφεύγονται παραβιάσεις του Άρθρου. Είναι φρόνιμο να γίνεται από νωρίς μια εκτίμηση του κινδύνου κακομεταχείρισης, ειδικά για ευαίσθητες κατηγορίες (ύποπτοι παιδόφιλοι, μειονότητες κλπ.).

Το «βασανιστήριο» έχει οριστεί ως μια «σκόπιμη απάνθρωπη μεταχείριση που προξενεί πολύ σοβαρό και βάναυσο πόνο». Ο βαθμός του πόνου είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στο βασανιστήριο και την απάνθρωπη μεταχείριση, αλλά πρέπει επίσης να γίνεται από πρόθεση, όπως για παράδειγμα, με στόχο την απόσπαση πληροφοριών ή τον εκφοβισμό. Προσοχή: Το γεγονός ότι οι πληροφορίες αυτές μπορεί να σώσουν ζωές αθώων δεν δικαιολογεί το βασανιστήριο. Παραδείγματα ενεργειών που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο ότι αποτελούν βασανιστήρια περιλαμβάνουν βιασμό, απειλές για πρόκληση βλάβης στα μέλη της οικογένειας, κράτηση με δεμένα τα μάτια και εικονικές εκτελέσεις (mock executions). Ο πόνος μπορεί να είναι ψυχικός αλλά και σωματικός. Τα όρια όσον αφορά τα βασανιστήρια εξελίσσονται: κάτι που δεν θεωρούνταν βασανιστήριο πριν 30 χρόνια μπορεί να θεωρείται σήμερα, καθώς αλλάζουν τα πρότυπα (Selmouni v. France, υπόθεση που αφορούσε έναν ύποπτο, ο οποίος δέχτηκε χτυπήματα στο σώμα). Το ίδιο ισχύει και για την απάνθρωπη μεταχείριση.

Η «απάνθρωπη μεταχείριση» προϋποθέτει ένα ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας και πρέπει «να προξενεί είτε πραγματική σωματική βλάβη ή έντονο ψυχικό πόνο». Δεν χρειάζεται να είναι σκόπιμη ούτε να πραγματοποιείται για κάποιον σκοπό. Στις τυπικές περιπτώσεις τραυματισμών υπό κράτηση, όταν η υγεία ενός προσώπου είναι καλή πριν τη σύλληψη ή κράτησή του και αποδεικνύεται ότι εμφανίζει τραυματισμούς μετά από αυτήν, την ευθύνη προκειμένου να αποδειχθεί ότι δεν χρησιμοποιήθηκε βία ή ότι δεν χρησιμοποιήθηκε υπερβολική βία ή ότι η χρησιμοποίηση βίας δικαιολογείται από τη συμπεριφορά του ίδιου του θύματος βαραίνει τις Αρχές. Αδικαιολόγητος περιορισμός κατά τη διάρκεια της σύλληψης ή σε περίπτωση ενός ψυχιατρικού ασθενούς μπορεί επίσης να συνιστά απάνθρωπη μεταχείριση.

Η «εξευτελιστική μεταχείριση» περιλαμβάνει την μειωτική και ταπεινωτική συμπεριφορά σε αντίθεση προς τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Όπως και στην περίπτωση απάνθρωπης συμπεριφοράς, δεν χρειάζεται να είναι σκόπιμη. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι συνθήκες κράτησης είναι εξευτελιστικές, όπως για παράδειγμα, συνθήκες κράτησης σε βρώμικο χώρο με συνωστισμό προσώπων για παρατεταμένο χρονικό διάστημα (Kalashnikov v. Russia). Οι ίδιες συνθήκες μπορεί να είναι και απάνθρωπες, εάν είναι πολύ σοβαρές. Σωματικές έρευνες χωρίς ρούχα ακόμη και σε περιπτώσεις που δικαιολογούνται για λόγους ασφαλείας, μπορεί να είναι εξευτελιστικές, εάν πραγματοποιούνται χωρίς σεβασμό στην αξιοπρέπεια του προσώπου, όπως για παράδειγμα, δημόσια ή μπροστά σε πρόσωπα του αντίθετου φύλου. Η κράτηση στην απομόνωση δεν είναι απαραίτητα απάνθρωπη ή εξευτελιστική, αλλά μπορεί να είναι εάν παραταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η έλλειψη ή άρνηση ιατρικής βοήθειας μπορεί να είναι εξευτελιστική όταν προκαλεί άγχος ή αγωνία ή πόνο, ειδικά σε ψυχικά ασθενείς. Η αντίθετη κατάσταση της υποχρεωτικής ιατρικής παρέμβασης, όπως για παράδειγμα, η δια της βίας σίτιση, παρόλο που δεν είναι κατά βάση απάνθρωπη ή εξευτελιστική, μπορεί να καταστεί τέτοια, εάν δεν είναι ιατρικώς απαραίτητη ή εάν πραγματοποιείται χωρίς διασφαλίσεις ή σεβασμό. Αντιπαραβάλλετε δύο περιπτώσεις στις οποίες πραγματοποιήθηκε ιατρική παρέμβαση για την ανάκτηση ναρκωτικών ουσιών που είχαν καταπιεί ύποπτοι έμποροι ναρκωτικών. Στην υπόθεση Jalloh v. Germany, χορηγήθηκε δια της βίας ένα εμετικό φάρμακο προκειμένου να ληφθούν αποδεικτικά στοιχεία, παρά την βίαιη αντίσταση. Ο τρόπος με τον οποίο έγινε αυτό ήταν εξευτελιστικός και εμπεριείχε κινδύνους για την υγεία. Διαπιστώθηκε παραβίαση του Άρθρου 3. Στην υπόθεση Bogumil v. Portugal, πραγματοποιήθηκε χειρουργική επέμβαση προκειμένου να αφαιρεθεί ένα πακέτο κοκαΐνης από το στομάχι του αιτούντος κατόπιν ιατρικής οδηγίας και υπό την επίβλεψη ιατρού προκειμένου μάλλον να σωθεί η ζωή παρά να βρεθούν τα αποδεικτικά στοιχεία. Δεν υπάρχει παραβίαση. Η σημασία της στενής συνεργασίας και του συντονισμού ανάμεσα στους αξιωματούχους που είναι αρμόδιοι για την κράτηση και τους ιατρούς στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορεί να υπερτονίζεται. Η χρησιμοποίηση χειροπεδών δεν θεωρητική εξευτελιστική μεταχείριση, εάν αυτό είναι εύλογα απαραίτητο, όπως για παράδειγμα προκειμένου να εμποδίσει το πρόσωπο να αποδράσει ή να τραυματίσει άλλους, αλλά μπορεί να θεωρείται (εξευτελιστική μεταχείριση) εάν το πρόσωπο που φορά τις χειροπέδες νοσηλεύεται ή περιφέρεται έτσι δημόσια ή στη δίκη.

Διακρίσεις, όπως για παράδειγμα για εθνικούς λόγους, μαζί με αποδείξεις κακομεταχείρισης, μπορεί να καταστήσουν πιθανότερο να διαπιστωθεί παραβίαση του Άρθρου 3, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις όπου ύποπτοι Ρομά αντιμετωπίστηκαν με εχθρικό και εξευτελιστικό τρόπο από δικαστικές και εκτελεστικές αρχές Moldovan v. Romania No. 2).

Απέλαση και έκδοση. Η απέλαση ή έκδοση ενός προσώπου σε μια άλλη χώρα όπου αντιμετωπίζει τον πραγματικό κίνδυνο να έχει μια μεταχείριση αντίθετη προς τις διατάξεις του Άρθρου 3, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παραβίαση από το κράτος που προβαίνει στην απέλαση. Όπως με το Άρθρο 2, στις περισσότερες περιπτώσεις η απόφαση για απέλαση κλπ. θα λαμβάνεται σε ανώτερο δικαστικό ή κυβερνητικό επίπεδο. Αλλά την ευθύνη για τις συνθήκες επιστροφής του προσώπου που απελαύνεται φέρουν συχνά οι αστυνομικοί ή οι αξιωματούχοι που είναι αρμόδιοι για θέματα μετανάστευσης. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να διασφαλίζονται  ανθρώπινες συνθήκες και ένα πρόσωπο το οποίο είναι ιατρικώς ακατάλληλο να ταξιδέψει δεν θα πρέπει να αναγκαστεί να το κάνει.

Θετικές υποχρεώσεις σύμφωνα με το Άρθρο 3: η υποχρέωση να παρεμποδίζεται μεταχείριση αντίθετη προς τις διατάξεις του Άρθρου 3 είναι κατά κύριο λόγο μια λειτουργία της κυβέρνησης κατά τη νομοπαρασκευαστική διαδικασία και κατά τη διαδικασία ετοιμασίας κανονισμών. Μπορεί, ωστόσο, να προκύψει και σε επίπεδο εργασίας, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κοινωνικοί λειτουργοί δεν κατέβαλλαν τις απαραίτητες προσπάθειες για να προστατεύσουν παιδιά από σοβαρή και μακροχρόνια αμέλεια των γονέων αυτών, την οποία γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν (Z and others v. the United Kingdom). Σε περιπτώσεις που αφορούν ευαίσθητες ομάδες όπως παιδιά, άτομα που δεν έχουν σώας τας φρένας ή κρατούμενους, η υποχρέωση του Κράτους να παρεμποδίσει τυχόν κακομεταχείριση ενισχύεται.

Δικονομική υποχρέωση διεξαγωγής έρευνας: όπως με το δικαίωμα στη ζωή (Άρθρο 2), σε περιπτώσεις αμφισβητήσιμης παραβίασης του Άρθρου 3, είναι υποχρεωτικό να διεξάγεται μια ανεξάρτητη, αποτελεσματική και άμεση έρευνα. Για παράδειγμα, οι τραυματισμοί πρέπει να εξετάζονται από ιατρό όσο το δυνατόν πιο σύντομα, προκειμένου να διαπιστωθεί πως προέκυψαν. Οι αστυνομικοί και λοιποί αξιωματούχοι πρέπει να τηρούν σωστά και ακριβή αρχεία των ενεργειών τους, και εάν κατηγορηθούν για κακομεταχείριση, να συνεργάζονται πλήρως με οποιονδήποτε αρμόδιο για την έρευνα.

Download the abstract

  • Diminuer la taille du texte
  • Augmenter la taille du texte
  • Imprimer la page