Αυτά τα τέσσερα άρθρα, αντίστοιχα όσον αφορά το σεβασμό ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, την ελευθερία έκφρασης και την ελευθερία του συνέρχεσθαι καιτου συνεταιρίζεσθαι έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά:
- Είναι όλα περιορισμένα δικαιώματα
- Έχουν την ίδια δομή αποτελούμενα από δύο παραγράφους, στις οποίες η παράγραφος 1 δηλώνει το δικαίωμα και η παράγραφος 2 αναφέρει τις περιστάσεις κατά τις οποίες η παρέμβαση σε αυτά μπορεί να είναι δικαιολογημένη
- Οι δεύτερες παράγραφοι διαφέρουν όσον αφορά τις λεπτομέρειες αλλά έχουν τρεις κοινές απαιτήσεις προκειμένου να δικαιολογηθεί η παρέμβαση στο δικαίωμα.
Πρώτον, η παρέμβαση πρέπει να είναι σύμφωνη με το Νόμο. Ο όρος «Νόμος» περιλαμβάνει πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια νομοθεσία, κοινό δίκαιο και δίκαιο Ευρωπαϊκής Ένωσης για Κράτη που χρησιμοποιούν τα συστήματα αυτά καθώς και κανονισμούς επαγγελματικών φορέων, πανεπιστημίων κλπ. Ο νόμος πρέπει να καθιερωθεί στο εθνικό σύστημα. Πρέπει επίσης να είναι εύκολη η πρόσβαση σε αυτόν, δηλαδή να είναι διαθέσιμος στο κοινό, και να είναι προβλέψιμος, δηλαδή να είναι όσο ακριβής χρειάζεται ούτως ώστε να επιτρέπει σε κάποιο πρόσωπο να κανονίζει τη συμπεριφορά του για να συμμορφώνεται με το Νόμο. Σε μια από τις διάφορες υποθέσεις παγίδευσης τηλεφώνων, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ένας νόμος δεν περιείχε επαρκώς σαφείς και λεπτομερείς κανόνες, ιδίως λόγω της σοβαρότητας της παρέμβασης και της αυξανόμενης εξέλιξης στον τομέα της τεχνολογίας (Kruslin v. France).
Δεύτερον, η παρέμβαση πρέπει να επιδιώκει την επίτευξη ενός νόμιμου σκοπού. Όλες οι δεύτερες παράγραφοι εκθέτουν πίνακες με ειδικά επιτρεπτούς σκοπούς, οι οποίοι ποικίλλουν από άρθρο σε άρθρο όπως «η πρόληψη εγκλημάτων», «η προστασία της δημόσιας τάξης, της υγείας ή των ηθών» ή «η προστασία δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων».
Τρίτον, η παρέμβαση πρέπει να είναι «αναγκαία σε κάθε δημοκρατική κοινωνία» για να επιδιώκει την επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Ο όρος «απαραίτητος» δε σημαίνει ούτε «αναντικατάστατος» από την μια πλευρά ούτε απλώς «εύλογος» από την άλλη. Σημαίνει ότι η κυβέρνηση οφείλει να καθορίσει ότι υπήρχε μια «επιτακτική κοινωνική ανάγκη» για την παρέμβαση και ότι ήταν ανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Παράτο γεγονός ότι η λέξη δεν εμφανίζεται στο κείμενο της Σύμβασης, η αναλογικότητα αποτελεί τη βάση σύμφωνα με την οποία ερμηνεύεται αυτή από το Δικαστήριο. Επομένως, ακόμη και αν μια πράξη ή πολιτική επιδιώκει την επίτευξη ενός νόμιμου σκοπού, δεν είναι επιτρεπτή εφόσον τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν είναι υπερβολικά, αυθαίρετα ή άδικα. Κατ΄ ουσίαν, η Σύμβαση προϋποθέτει ότι οι εθνικές αρχές πρέπει να αντισταθμίζουν τα δικαιώματα του ιδιώτη με εκείνα του δημοσίου συμφέροντος. Μπορεί επίσης να τεθεί θέμα ισορροπίας ανάμεσα σε αντικρουόμενα ατομικά δικαιώματα. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι είναι πρωταρχικής σημασίας για τις εθνικές αρχές να διαφυλάσσουν τα δικαιώματα του ανθρώπου και να επιτυγχάνουν τη σωστή ισορροπία και ότι είναι κατά κανόνα σε καλύτερη θέση από ότι το δικαστήριο προκειμένου να εκτιμήσουν την αναγκαιότητα μιας παρέμβασης. Έτσι, ανέπτυξε μια αρχή σύμφωνα με την οποία τα Κράτη έχουν την ευχέρεια στον τομέα αυτό που αποκαλείται «περιθώριο εκτίμησης» αναγνωρίζοντας ότι, όπως διαφέρουν οι κοινωνικές και λοιπές συνθήκες, το ίδιο μπορεί να ισχύει και για τοπικές λύσεις. Το εύρος ωστόσο είναι περιορισμένο και υπόκειται πάντοτε στην επίβλεψη του Δικαστηρίου. Θα είναι ισχυρότερο εάν η πρακτική σε ολόκληρη την Ευρώπη διαφέρει ευρέως παρά εάν υπάρχει συναίνεση που δε συνάδει με την πολιτική ή πρακτική του συγκεκριμένου Κράτους. Όσον αφορά την φύση των πραγμάτων, οι κοινωνικές συμπεριφορές αλλάζουν και οι αποφάσεις του Δικαστηρίου εξελίσσονται μαζί με τις συμπεριφορές αυτές.