Η παράγραφος 1 του Άρθρου 2 αναφέρει «Το δικαίωμα κάθε προσώπου στη ζωή προστατεύεται από το Νόμο. Σε κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να επιβληθεί στέρηση της ζωής (θάνατος) από πρόθεση…». Στη συνέχεια, ακολουθεί μια εξαίρεση για την θανατική ποινή, η οποία δεν είναι σχετική στα Κράτη που συμμετέχουν στο Πρωτόκολλο υπ΄ αριθμ. 6 (το οποίο την καταργεί, εκτός αν αυτό προβλέπεται από τη νομοθεσία του Κράτους σε καιρό πολέμου) ή στο Πρωτόκολλο υπ΄ αριθμ. 13 (το οποίο την καταργεί εντελώς). Η παράγραφος 2 ορίζει τρεις περιορισμένες εξαιρέσεις στην απαγόρευση διεθνούς στέρησης ζωής.
Το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι η θετική υποχρέωση των Κρατών και των εκπροσώπων αυτών να διασφαλίζουν τη ζωή προϋποθέτει την λήψη προληπτικών μέτρων σε πολλές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα:

  • Για να προστατευθεί κάποιος από τη βία που ασκείται από άλλους, αλλά μόνον στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την ύπαρξη ενός πραγματικού ή άμεσου κινδύνου και δεν έκαναν όλα όσα εύλογα αναμενόταν να κάνουν προκειμένου να τον αποφύγουν. Για παράδειγμα, η υποχρέωση αυτή παραβιάστηκε στην περίπτωση κατά την οποία ένας φυλακισμένος για τον οποίο είχε διαταχθεί προφυλάκιση, θανατώθηκε από το άτομο που βρισκόταν στο ίδιο κελί με αυτόν, έναν άλλο φυλακισμένο με ιστορικό βίας και ψυχικής νόσου (Edwards v. the United Kingdom). Μπορεί επίσης να προκύπτει σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ιστορικό οικογενειακής βίας
  • Για να προστατευθεί αποτελεσματικά η ζωή κάποιου υπό τον έλεγχο σας
  • Για να προστατευθεί κάποιος από τον ίδιο του τον εαυτό, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις όπου οι κρατούμενοι είναι γνωστό ότι διατρέχουν τον κίνδυνο αυτοκτονίας
  • Για να προστατευθούν άνθρωποι, οι οποίοι ζουν κοντά σε επικίνδυνες βιομηχανικές ζώνες, όπως σε περιπτώσεις όπου έλαβε χώρα μια θανάσιμη έκρηξη σε μια χωματερή, γεγονός το οποίο είναι γνωστό ότι δημιουργεί έναν λειτουργικό κίνδυνο (Öneryıldız v. Turkey), ή για να διαφυλαχθούν άνθρωποι από προβλέψιμες φυσικές καταστροφές.

Επομένως, η υποχρέωση να προστατεύεται η ζωή δεν σημαίνει απλώς να εφαρμόζονται οι νόμοι, όπως για παράδειγμα να ποινικοποιούνται οι παράνομες θανατώσεις. Επεκτείνεται στην προστασία μαρτύρων και πληροφοριοδοτών καθώς και εκείνων που διοικούν φυλακές, κέντρα κράτησης, κέντρα περίθαλψης και ψυχιατρικά ιδρύματα, προστατεύοντας όσους βρίσκονται υπό την προστασία τους από θανάσιμη βλάβη που μπορεί να προκληθεί από άλλους ή από τους ίδιους τους εαυτούς τους.
Χρήση θανάσιμης βίας από εκπροσώπους του Κράτους. Στην παράγραφο 2 αναφέρονται οι περιορισμένες περιπτώσεις στις οποίες η στέρηση της ζωής (θάνατος) που οφείλεται σε χρήση θανάσιμης βίας δεν θα θεωρείται ότι αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος του συγκεκριμένου άρθρου (απαγόρευση στέρησης της ζωής ενός προσώπου από πρόθεση). Πρόκειται για:

  • Α) την υπεράσπιση οποιουδήποτε προσώπου από παράνομη βία
  • Β) την πραγματοποίηση μιας νόμιμης σύλληψης ή την παρεμπόδιση της απόδρασης ενός προσώπου που κρατείται νόμιμα
  • Γ) την καταστολή στάσεως ή ανταρσίας, σύμφωνα με το Νόμο.

Υπάρχουν εξαντλητικές εξαιρέσεις, όχι αποτυπώσεις. Το Κράτος οφείλει να περάσει μια πολύ μεγάλη δοκιμασία προτού καταφύγει στη θανάσιμη βία. Πρέπει να είναι απολύτως αναγκαίο να επιτευχθεί ένας ή περισσότεροι από τους εγκεκριμένους σκοπούς και μάλιστα αυστηρώς αναλογικά προς τον σκοπό αυτόν. Δεν αρκεί να αντισταθμίζεται το μεμονωμένο δικαίωμα με το δημόσιο συμφέρον. Επομένως, για παράδειγμα, οι πενήντα πυροβολισμοί κατά την διάρκεια εφόδου σε ένα σπίτι τρομοκράτη ήταν πολύ πιο πέρα από μια δικαιολογημένη αυτοάμυνα των εμπλεκόμενων αστυνομικών (Gul εναντίον Τουρκίας, 2000).
Η δικονομική υποχρέωση να διεξάγεται έρευνα για θανάτους: Το Δικαστήριο έχει εισαγάγει την υποχρέωση αυτή με τη νομολογία του. Η έρευνα θα πρέπει να ξεκινά αυτομάτως από τις αρχές. Πρέπει να πραγματοποιείται άμεσα, αποτελεσματικά και δημόσια και ανεξάρτητα από την υπηρεσία που χρησιμοποίησε την εν λόγω θανάσιμη βία. Διεξαγωγή έρευνας απαιτείται επίσης όταν επέρχεται θάνατος ως αποτέλεσμα πράξεων μεμονωμένων προσώπων. Την ευθύνη για την διεξαγωγή της έρευνας αυτής θα αναλαμβάνουν συνήθως ανώτεροι αξιωματούχοι αλλά οι απλοί αξιωματούχοι που εργάζονται για τον σκοπό αυτόν πρέπει να προετοιμάζονται για τη δυνατότητα αυτή, π.χ. τηρώντας αρχεία με πληροφορίες που έχουν λάβει καθορίζοντας τον κίνδυνο για τη ζωή ή στοιχεία αναφορικά με την παρακολούθηση για τους κινδύνους αυτοκτονίας προσώπων κατά την κράτηση κλπ., και πρέπει να συνεργάζονται πλήρως και ειλικρινά με οποιαδήποτε έρευνα που θα μπορούσε σε αντίθετη περίπτωση να είναι κατώτερη των προτύπων/προϋποθέσεων της Σύμβασης.
Το δικαίωμα στη ζωή μπορεί επίσης να προκύψει σε περιπτώσεις απέλασης και έκδοσης, εάν ένα πρόσωπο πρόκειται να αποσταλεί σε μια χώρα όπου υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να του επιβληθεί η θανατική ποινή.Οι αποφάσεις για απέλαση και έκδοση λαμβάνονται συνήθως από δικαστήρια και υπουργούς, αλλά οι αρμόδιοι αξιωματούχοι για θέματα μετανάστευσης και λοιποί αρμόδιοι θα πρέπει να γνωρίζουν τη δυνατότητα και ενημερώνονται προτού αποστείλουν ένα πρόσωπο το οποίο πρόκειται να είναι μετανάστης σε ένα άλλο κράτος, στο οποίο μπορεί να εκτεθεί στον κίνδυνο αυτόν.

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΥΠ΄ΑΡΙΘΜ. 6 ΚΑΙ 13

ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΗΣ ΘΑΝΑΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Το Πρωτόκολλο υπ΄αριθμ. 6 καταργεί τη θανατική ποινή σε καιρό ειρήνης αλλά επιτρέπει στα Κράτη να προβλέπουν την επιβολή της ποινής αυτής σε καιρό πολέμου ή σε περίπτωση απειλής πολέμου. Το Πρωτόκολλο υπ΄αριθμ.13 πηγαίνει παραπέρα και την καταργεί συνολικά.

Download the abstract

  • Diminuer la taille du texte
  • Augmenter la taille du texte
  • Imprimer la page