Το Άρθρο 11 εγγυάται δύο δικαιώματα που αφορούν ενέργειες από κοινού με άλλους.
Η ελευθερία του συνέρχεσθαι περιλαμβάνει δημόσιες ή ιδιωτικές συναθροίσεις, πορείες, συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και καθιστικές διαμαρτυρίες. Ο σκοπός μπορεί να είναι πολιτικός, θρησκευτικός ή πνευματικός, κοινωνικός ή άλλος. Δεν έχει επιβληθεί κανένα όριο όσον αφορά τον σκοπό, αλλά οποιαδήποτε συνάθροιση πρέπει να είναι ειρηνική. Παρεμπίπτουσα βία δεν θα σημαίνει ότι δεν έχουν ληφθεί μέτρα προστασίας για τη συνάθροιση, εκτός αν αυτή είχε ανατρεπτικό σκοπό.
Θετικές υποχρεώσεις. Το Κράτος έχει καθήκον να προστατεύει όσους ασκούν το δικαίωμά τους να συνέρχονται ειρηνικά από οποιαδήποτε βία ασκείται από αντι-διαδηλωτές. Σε μια υπόθεση κατά την οποία οι αστυνομικοί προσπάθησαν να χωρίσουν τους αντίπαλους διαδηλωτές αλλά δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την επίθεση - σωματική βλάβη και την καταστροφή περιουσίας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έκαναν αρκετά για να διεξαχθεί ειρηνικά μια νόμιμη διαδήλωση (United Macedonian Organisation Ilinden and Ivanov v. Bulgaria).
Οι περιορισμοί ή οι απαγορεύσεις αναφορικά με συναθροίσεις προϋποθέτουν αιτιολόγηση σύμφωνα με την παράγραφο 2, η οποία εξηγείται παραπάνω στο παρόν στην κοινή της μορφή, και προϋποθέτει οι περιορισμοί να α) προβλέπονται από το Νόμο β) για έναν επιτρεπόμενο σκοπό και γ) να είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία, αναλογικοί και χωρίς διακρίσεις (δείτε παρ. 73-75 παραπάνω στο παρόν).
Οι επιτρεπόμενοι σκοποί είναι οι ακόλουθοι:
- Εθνική ασφάλεια ή δημόσια ασφάλεια
- Πρόληψη ταραχών ή εγκλημάτων
- Προστασία υγείας ή ηθών
- Προστασία δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.
Οι Αρχές έχουν την ουσιώδη διακριτική ευχέρεια να εκτιμήσουν αν η προτεινόμενη συνάθροιση θέτε σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια κλπ., γεγονός που θα μπορούσε να δικαιολογήσει παρέμβαση, αλλά το τεκμήριο πρέπει να είναι ότι επιτρέπεται η διεξαγωγή κάθε ειρηνικής συνάθροισης. Δεν αποτελεί παραβίαση να ζητηθεί προηγούμενη ειδοποίηση ή εξουσιοδότηση αλλά η άρνηση χορήγησης αδείας αποτελεί παρέμβαση, η οποία προϋποθέτει αιτιολόγηση με τη στενή έννοια της παραγράφου 2. Μπορεί να υπάρξει παραβίαση ακόμη αν οι συναθροίσεις πραγματοποιούνταν παρά την άρνηση χορήγησης αδείας (Baczkowski v. Poland).
Οι αρχές πρέπει να προσέχουν να μην γίνονται διακρίσεις όσον αφορά τους περιορισμούς. Το γεγονός ότι οι οργανωτές δεν είναι μια δημοφιλής ομάδα ατόμων δεν είναι αρκετός λόγος για να εμποδίσει τη συνάθροιση τους. Επομένως, στην περίπτωση όπου δεν χορηγήθηκε άδεια στην ευαγγελική εκκλησία να τελέσει λειτουργία σε ένα πάρκο επειδή αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια στους πιστούς της θρησκείας οι οποίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής, υπήρξε παραβίαση. Ο ρόλος των αρχών στις περιπτώσεις αυτές ήταν να ενημερωθούν για τις αρχές «πλουραλισμού, ανεκτικότητας και ανοιχτού πνεύματος». Οι ίδιες αρχές θα πρέπει να ισχύουν για μειονότητες, εθνικές ή πολιτικές ομάδες ή για άλλες μειοψηφίες πληθυσμού όπως λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι και τρανσέξουαλ που επιθυμούν να πραγματοποιούν πορείες και διαδηλώσεις.
Καθώς οι αποφάσεις σχετικά με το αν πρέπει να επιτρέπονται διαδηλώσεις κλπ. λαμβάνονται συνήθως από την αστυνομία, η διάταξη αυτή είναι πολύ σημαντική. Το βασικότερο στοιχείο είναι συνήθως η ύπαρξη του κινδύνου βίας, είτε εκ προθέσεως είτε όχι. Η ύπαρξη του μπορεί να δικαιολογεί περιορισμούς. Η απουσία του σημαίνει ότι είναι απίθανο να δικαιολογηθούν οι περιορισμοί.
Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι είναι το δικαίωμα ενός προσώπου να συνεταιρίζεται με άλλους για να σχηματίσει φορείς στα πλαίσια των οποίων επιδιώκεται από κοινού η επίτευξη κοινών στόχων. Περιλαμβάνει ειδικότερα το δικαίωμα σύστασης σωματείων για την προστασία των συμφερόντων των μελών. Μαζί με τα σωματεία, δύο είδη οργανώσεων ιδιαίτερης σημασίας είναι τα πολιτικά κόμματα και οι θρησκευτικοί φορείς.
Οι απαγορεύσεις ή οι περιορισμοί σε πολιτικά κόμματα είναι δύσκολο να δικαιολογηθούν. Το Δικαστήριο υπογράμμισε το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός κομμάτων είναι σημαντικός για μια δημοκρατική κοινωνία και ζητά πειστικούς και επιτακτικούς λόγους για την επιβολή απαγόρευσης. Το γεγονός ότι ένα κόμμα με βάση το πρόγραμμά του ήθελε να τεθεί σε συζήτηση η κατάσταση μέρους του πληθυσμού του κράτους δεν ήταν αρκετό για να γίνει δεκτό η αίτηση για την απαγόρευσή του λόγω απειλής της εδαφικής ακεραιότητας (United Communist Party of Turkey and others v. Turkey). 99. Παρόμοιες κρίσεις ισχύουν όταν δεν γίνεται δεκτή η αίτηση για καταχώρηση ενός πολιτικού κόμματος, η οποία λειτουργεί ως απαγόρευση.
Με τις θρησκευτικές ομάδες, το Άρθρο 11 μαζί με το Άρθρο 9 δημιουργεί μια προσδοκία ότι οι πιστοί θα είναι σε θέση να συναθροίζονται ελεύθερα χωρίς την παρέμβαση του Κράτους. Όπως και με τα πολιτικά κόμματα, υπάρχει η υποχρέωση τήρησης ουδετερότητας και αμεροληψίας. Μια άρνηση χωρίς λόγο αναφορικά με την εκ νέου καταχώρηση μιας εκκλησίας μετά την αλλαγή στη νομοθεσία θεωρήθηκε παραβίαση του Άρθρου 11 (Moscow Branch of the Salvation Army v. Russia).
Τα σωματεία έχουν το δικαίωμα να διαπραγματεύονται από κοινού και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις (Demir and Baykara v. Turkey). 101. Το Δικαστήριο αντιμετώπισε τους περιορισμούς σε βιομηχανικές δραστηριότητες ως παρεμβάσεις στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, τις οποίες οφείλει να δικαιολογήσει το Κράτος σύμφωνα με την παράγραφο 2. Με μια ειδική εξαίρεση στην παράγραφο 2, η άσκηση των δικαιωμάτων του Άρθρου 11 μπορεί να περιορίζεται σε μέλη των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας ή της διοίκησης του Κράτους. Οποιοσδήποτε τέτοιος περιορισμός θα ερμηνεύεται αυστηρώς από το Δικαστήριο.
Στις περισσότερες περιπτώσεις σε σχέση με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι διατυπώθηκαν παράπονα για τους νόμους του Κράτους ή τις ενέργειες ανώτερων αξιωματούχων ή δικαστηρίων. Αλλά οι αστυνομικοί και οι αρμόδιοι υπάλληλοι για την καταχώρηση, οι οποίοι ασχολούνται με πιθανούς ή υφιστάμενους οργανισμούς, ειδικά σωματεία και πολιτικά κόμματα και θρησκευτικούς φορείς, πρέπει να είναι ενήμεροι για την υποχρέωση τους να είναι αμερόληπτοι και την ανάγκη να αιολογούνται οι περιορισμοί με επιτακτικούς λόγους.