Πρόκειται για μια δικονομική διάταξη η οποία εγγυάται το δικαίωμα κάθε προσώπου, μη κυβερνητικής οργάνωσης ή ομάδας προσώπων που ισχυρίζονται ότι έχουν πέσει θύματα παραβίασης των δικαιωμάτων τους σύμφωνα με τη Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλα της, να καταθέσουν μια αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο όρος «οποιοσδήποτε ιδιώτης» περιλαμβάνει πρόσωπα που δεν έχουν σώας τας φρένας και ανηλίκους. Περιλαμβάνεται εδώ επειδή περιέχει μια ουσιώδη υποχρέωση για τα Κράτη «να μην εμποδίζουν με κανέναν τρόπο την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αυτού». Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην περίπτωση προσώπων, τα οποία στερούνται την ελευθερία τους. Κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να σταθεί στο δρόμο τους προκειμένου να υποβάλλουν αίτηση στο Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο μπορεί επίσης να ορίσει για έναν κατηγορούμενο προσωρινά / ασφαλιστικά μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν για να προστατευθεί η τρέχουσα κατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας του αιτούντος να ασκεί αποτελεσματικά το δικαίωμα κατάθεσης προσωπικής αίτησης, ενώ εκκρεμεί η απόφαση του Δικαστηρίου για την υπόθεση. Θα το κάνει αυτό μόνον εάν κρίνει ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος σοβαρής, ανεπανόρθωτης βλάβης σε περίπτωση που δεν εφαρμοστούν τα μέτρα. Τα προσωρινά / ασφαλιστικά μέτρα είναι επομένως παρόμοια με διαταγές που εκδίδονται από εθνικά δικαστήρια. Τα Κράτη έχουν συνήθως την υποχρέωση να συμμορφώνονται με αυτά. Εκδίδονται συνήθως στην περίπτωση που ένας αιτών αμφισβητεί την απέλαση ή έκδοση λόγω του ότι θα αντιμετώπιζε κίνδυνο κακομεταχείρισης στο Κράτος προορισμού. Εάν ένα Κράτος δεν εφαρμόσει προσωρινά / ασφαλιστικά μέτρα που έχουν διαταχθεί από το Δικαστήριο, για παράδειγμα, διώχνοντας παρόλα αυτά ένα πρόσωπο προς μια μια άλλη χώρα, το γεγονός αυτό μπορεί να αποτελεί παραβίαση της υποχρέωσης σύμφωνα με το Άρθρο 34.