Η παράγραφος 1 αναφέρει: Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία της γνώμης καθώς και της λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών χωρίς την παρέμβαση οποιασδήποτε δημόσιας αρχής και ανεξαρτήτως συνόρων. Το άρθρο αυτό δεν απαγορεύει στα Κράτη να επιβάλλουν διαδικασίες αδειοδότησης σε επιχειρήσεις μετάδοσης εκπομπών, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο».
Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας και βασικό στοιχείο όσον αφορά τη χορήγηση πολλών δικαιωμάτων. Το δικαίωμα που προστατεύεται έχει μια πολύ ευρεία ερμηνεία και υπερβαίνει την ελευθερία του τύπου. Καλύπτει τον πολιτικό λόγο, τον εμπορικό λόγο και την καλλιτεχνική έκφραση. Το Δικαστήριο υπογράμμισε τη συνταγματική σημασία του και δήλωσε ότι μια παρέμβαση μπορεί να δικαιολογείται μόνο από επιτακτικές αναγκαιότητες και οι εξαιρέσεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Ανέφερε επίσης ότι η έκφραση που προστατεύεται από την παράγραφο 1 περιλαμβάνει «όχι μόνον ιδέες που γίνονται δεκτές ευνοϊκά ή που δεν θεωρούνται προσβλητικές … αλλά και εκείνες τις ιδέες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν το Κράτος ή κάποιο τμήμα του πληθυσμού». Επομένως, οι απόψεις οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν ακραίες και προσβλητικές και η τέχνη η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί άσεμνη δύνανται κατά κανόνα να εκφράζονται και παρουσιάζονται σύμφωνα με τις περιορισμένες εξαιρέσεις της παραγράφου 2, οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Το τεκμήριο αναγνωρίζεται υπέρ της έκφρασης.
Η παράγραφος 2 αναφέρει τις απαιτήσεις για το δικαίωμα, στο κοινό πλαίσιο που εξηγήθηκε παραπάνω στο παρόν, και προϋποθέτει οι περιορισμοί να α) προβλέπονται από το Νόμο, β) για έναν επιτρεπόμενο σκοπό και γ) να είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία, αναλογικοί και χωρίς διακρίσεις (δείτε παρ. 73-75 παραπάνω στο παρόν). Ωστόσο, το άρθρο αυτό αναγνωρίζει επίσης ότι η άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης «εμπεριέχει καθήκοντα και υποχρεώσεις». Οι λέξεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν από το Δικαστήριο, για παράδειγμα, για να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην συμμετοχή δημοσίων υπαλλήλων σε πολιτικές δραστηριότητες (Ahmed and others v. the United Kingdom).
Οι επιτρεπόμενοι σκοποί όσον αφορά περιορισμούς, διατυπώσεις, συνθήκες ή ποινές είναι οι ακόλουθοι:
- Εθνική ασφάλεια, εδαφική ακεραιότητα ή δημόσια ασφάλεια
- Πρόληψη ταραχών ή εγκλημάτων
- Προστασία υγείας ή ηθών
- Προστασία φήμης ή δικαιωμάτων άλλων
- Απαγόρευση γνωστοποίησης πληροφοριών που έχουν ληφθεί εμπιστευτικά
- Διατήρηση εξουσίας και Αμεροληψία δικαστή.
Σε λίγες μόνον από τις πολλές υποθέσεις για τις οποίες εκδόθηκε απόφαση σε σχέση με την ελευθερία της έκφρασης διατυπώθηκαν παράπονα για τις ενέργειες αστυνομικών ή άλλων αξιωματούχων που συναλλάσσονται απευθείας με το κοινό. Συνήθως τα παράπονα αφορούν είτε την εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται ή τις ενέργειες ανώτερων αξιωματούχων, εισαγγελέων ή δικαστηρίων κατά την έκδοση απόφασης περί απαγόρευσης της έκφρασης μη καλοδεχούμενων απόψεων ή ιδεών ή περί καταγγελίας ή καταδίκης των ανθρώπων που τις εξέφρασαν. Όσον αφορά τους αστυνομικούς, η ασφαλέστερη οδός είναι να φροντίζουν να επιτρέπουν την ελεύθερη έκφραση και να την περιορίζουν μόνο σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν σοβαροί λόγοι να το κάνουν, εφόσον συντρέχει ένας από τους προαναφερόμενους λόγου, και σε περιπτώσεις όπου ο περιορισμός είναι αναλογικός και χωρίς διακρίσεις. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου οι εν λόγω ιδέες είναι ακραίες, η καθυπόταξή τους προϋποθέτει την ύπαρξη σοβαρής αιτιολογίας. Μεγάλη προσοχή απαιτείται επίσης κατά την έκδοση και εκτέλεση ενταλμάτων έρευνας σε εγκαταστάσεις έκδοσης εφημερίδων – οι δημοσιογράφοι έχουν το δικαίωμα να προστατεύουν τις πηγές τους.